μύλου

μύλου
μύλος
mill
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • CATILLUS — superior pars molae, apud Paulum ICtum, de instructo et instrum. leg. 18. est autem meta inferior pars molae, catillus superior; uti vulgo habetur: Scaliger vero putat ICtum scripsisse, Est autem meta superior pars molae, catillus inferior.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • μύλος — Μηχάνημα για το άλεσμα, τον τεμαχισμό και την κονιορτοποίηση στερεών ουσιών. Οι μ. είναι διάφορων ειδών και διάφορων χρήσεων, ανάλογα με τον τύπο του υλικού που πρόκειται να κατεργαστούν· χρησιμοποιούνται για το άλεσμα ορυκτών ή τη θραύση των… …   Dictionary of Greek

  • μυλωνάς — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 20 μ., 29 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεσσήνης του νομού Μεσσηνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μεσσήνης. * * * ο θηλ. μυλωνού (Μ μυλωνάς, θηλ. μυλώνισσα) ιδιοκτήτης ή εργάτης αλευρόμυλου, μυλωθρός νεοελλ. 1. ιδιοκτήτης ή… …   Dictionary of Greek

  • αλέτης — ἀλέτης, ο (Α) [ἀλῶ] 1. αυτός που αλέθει 2. ο χρήσιμος στο άλεσμα 3. φρ. «ὄνος ἀλέτης» μυλόπετρα, η επάνω, η περιστρεφόμενη πέτρα τού μύλου (βλ. και λ. όνος) …   Dictionary of Greek

  • αλετών — ἀλετών, ο (AM) [ἀλῶ] ό,τι το αρχ. «ὄνος ἀλέτης», η επάνω μυλόπετρα, η επάνω περιστρεφόμενη πέτρα τού μύλου …   Dictionary of Greek

  • ανάρης — ο η επάνω πέτρα του μύλου, αλλ. πανάρι, παναριά …   Dictionary of Greek

  • εμπολή — και αμπολή, η (AM ἐμπολή) νεοελλ. 1. αυλάκι με το οποίο διοχετεύεται το νερό για άρδευση ή σε δεξαμενή μύλου, χαντάκι, οχετός, λούκι, κν. αμπολή 2. αρδευτικό φράγμα 3. πρόχειρο άνοιγμα τοίχου που χρησιμεύει ως διάβαση μσν. εισαγωγή εμπορεύματος… …   Dictionary of Greek

  • ενέργεια — Ο ορισμός της ε. είναι καρπός μακράς μελέτης και προσπαθειών, οι οποίες εξέτειναν και διεύρυναν την έννοιά της, ώστε να περιλάβει και να πλαισιώσει πλήθος φαινομένων. Σε μια πρώτη προσέγγιση, η ε. μπορεί να οριστεί ως η ικανότητα ενός συστήματος… …   Dictionary of Greek

  • κατωλίθι — το η κάτω πέτρα τού μύλου που αλέθει. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάτω + λίθι (< λίθος), πρβλ. απανω λίθι, ξερο λίθι] …   Dictionary of Greek

  • λαμαϊσμός — Μορφή του βουδισμού Μαχαγιάνα στο Θιβέτ και στη Μογγολία, διαμορφωμένη υπό την επίδραση τοπικών σαμανικών και μπον πο παραδόσεων. Ο βουδισμός εισήχθη στο Θιβέτ τον 7o αι. από τον βασιλιά Σρον τσαν Γκαμπό· παρά την εχθρότητα του ιθαγενούς κλήρου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”